Αναγνώστες

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Το πρώτο κοσμικό αλφάβητο της Κρήτης


Παλαιότερα επικρατούσε η θεωρία ότι οι αρχαίοι Έλληνες παρέλαβαν το αλφάβητο από τους Φοίνικες, οι οποίοι κατοικούσαν στις ακτές της Συρίας – Παλαιστίνης. Ενώ συνέβη το αντίθετο: Οι Φοίνικες παρέλαβαν τη γραφή από τους Κρήτες αποίκους, οι οποίοι κατά τον 13ον π.Χ. αιώνα αποίκησαν τις ακτές της Παλαιστίνης ως Φιλισταίοι, όπως μας είναι γνωστοί, από την Παλαιά Διαθήκη.
Ο Άρθουρ Έβανς, Άγγλος αρχαιολόγος υποστηρίζει: «Η Γραφή της Κρήτης είναι η μήτηρ της Φοινικικής γραφής».
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Τον Ιούνιο του 1952 ο Άγγλος αρχιτέκτονας, ο Μάικλ Βέντρις ανακοίνωσε δημόσια ότι μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει μια άγνωστη μέχρι τότε γραφή, την Κρητικομυκηναϊκή γραμμική γραφή τύπου Β΄, στην οποία βρίσκονται γραμμένες πολλές πινακίδες από την Κρήτη, τις Μυκήνες, την Πύλο κ.ά. και, το κυριότερο, ότι η γλώσσα των πινακίδων αυτών είναι η Ελληνική.
Η σπουδαιότητα της ανακοίνωσης του Βέντρις για την επιστήμη γενικότερα (που έλυνε, επιτέλους, το μυστήριο, το μυστήριο των πινακίδων της γραμμικής γραφής Β’), αλλά ιδίως για τον ελληνικό πολιτισμό, που η γραπτή του παράδοση μεταφερόταν επτά περίπου αιώνες νωρίτερα (από τον 8ο αιώνα π.Χ. στον 15ον), ήταν ανυπολόγιστης σημασίας. Άλλαζαν, άρδην τα δεδομένα της ιστορίας μας, αφού αυτή εξαρτάται και προσδιορίζεται χρονικώς, κατά κύριο λόγο, από τις γραπτές μαρτυρίες.
Είχε προηγηθεί η έρευνα του Άγγλου αρχαιολόγου Έβανς, ο οποίος έκαμε ανασκαφές στην Κρήτη. Είχε παρατηρήσει ότι από τους κατασπαρμένους στα διάφορα μουσεία της Ευρώπης σφραγιδόλιθους, εκείνοι που η προέλευσή τους ήταν γνωστή προέρχονταν από την Κρήτη. Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι κοιτίδα της γραφής αυτής ήταν η Κρήτη. Γι’ αυτό το 1893 άρχισε τις έρευνες στην Κρήτη.
Ευθύς εξ αρχής ο Έβανς υποστήριξε ότι τα συλλαβογράμματα της γραμμικής γραφής Β’ δεν εκφράζουν γλώσσα ανατολικής προελεύσεως (όπως επιστεύετο πριν από την αποκρυπτογράφηση), αλλά μόνο ελληνικά. Ο Έβανς ακόμη είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, βασιζόμενος σε παρατηρήσεις του επί της εξελίξεως των διαφόρων συλλαβογραμμάτων, ότι οι Φοίνικες παρέλαβαν τη γραφή από Κρήτες αποίκους, οι οποίοι μετά τον 13ον π.Χ. αιώνα αποίκησαν τις ακτές της Παλαιστίνης ως Φιλισταίοι. Έτσι, ο Έβανς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: Η Γραφή της Κρήτης είναι η μήτηρ της Φοινικικής γραφής!..
Περίπου την ίδια εποχή ο Ρενέ Ντυσσώ διετύπωσε ανάλογη άποψη: «Οι Φοίνικες είχον παραλάβει πρωιμότατα το αλφάβητόν των παρά των Ελλήνων, οίτινες είχον διαμορφώσει τούτο εκ της Κρητομυκηναϊκής γραφής». Η διαφορά είναι ότι το φοινικικό σύστημα γραφής παρέμεινε συλλαβάριο, όπως ακριβώς το παρέλαβαν από τους Έλληνες, ενώ η ελληνική φυσιολογική εξέλιξη κατέληξε στο σημερινό γνωστό αλφαβητικό σύστημα γραφής, το πρώτο δηλαδή αλφαβητάριο στον κόσμο.
Αυτήν την γραφή Β’ επέτυχε να αποκρυπτο γραφήσει το 1952 ο Άγγλος αρχιτέκτονας Ventris με την συνεργασία του μεγάλου Ελληνιστή Τσάντγουικ, ο οποίος έχει γράψει σχετικά: «Όλοι οι Έλληνες πρέπει να σέβονται το κομμάτι αυτό του μαυρισμένου πηλού, γιατί αυτό κατ’ εξοχήν έπεισε τον κόσμο ότι οι δημιουργήσαντες τον μυκηναϊκόν πολιτισμό ήσαν Έλληνες. Η γλώσσα που μιλούσαν 1.700 χρόνια πριν να γεννηθεί ο Χριστός, είναι με μερικές διαφορές η ίδια γλώσσα με την Ελληνική που μιλιέται σήμερα.
Και υπάρχουν ακόμη πολλά που δεν τα ξέρουμε για τις απαρχές της Eλληνικής γλώσσας…».
Ο Μάικλ Βέντρις, που πέτυχε την αποκρυπτογράφηση, ήταν χαρισματικό πνεύμα. Μπορούσε να μαθαίνει εύκολα ξένες γλώσσες, είχε μια σπάνια συνδυαστική φαντασία, ήταν ικανός να ξεχωρίζει τις κανονικότητες μέσα στην ποικιλία και γενικά, όπως γράφει ένας συνεργάτης του, «είχε τη δύναμη να διακρίνει την τάξη μέσα στο φαινομενικό χάος, το χάρισμα δηλαδή που χαρακτηρίζει το έργο όλων των μεγάλων ανδρών». Γι’ αυτό και επέτυχε να λύσει ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα.
Έτσι, έλυσε τη μεγάλη απορία χιλιάδων μελετητών της ελληνικής ιστορίας, τους οποίους απασχολούσε το ερώτημα: «Πώς συμβαίνει οι Έλληνες με τόσο υψηλό επίπεδο πολιτισμού να πάρουν το αλφαβητάριο από τους Φοίνικες;..». Ο θάνατός του το 1956, σε ηλικία 34 ετών σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, άφησε πολλά ερωτήματα, τα οποία παραμένουν αναπάντητα μέχρι σήμερα.
Χάρη στον Βέντρις αποδείχτηκε ότι η ελληνική, η αρχαιότερη γλώσσα απ’ όσες ομιλούνται και γράφονται σήμερα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, είναι εντυπωσιακά αρχαιότερη από όσο εθεωρείτο στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα ελληνικά και πρωτοελληνικά φύλα διέθεταν διάφορα συστήματα γραφής. Αυτό έγινε γνωστό από τις πήλινες πινακίδες που τα «αρχεία» της ελληνικής γης διαφύλαξαν επί χιλιετίες και ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, «γράμμα λίθων γαίας παναληθέος».
Τα γραπτά αυτά μνημεία παρουσιάζουν κανονική εξέλιξη: Πρώιμο εικονογραφικό στάδιο (ιερογλυφικό), συλλαβογραφικό, τέλος φθογγογραφικό. Δύο από αυτά τα συστήματα, το Κυπριακό συλλαβογραφικό και η Γραμμική γραφή Β’, έχουν ήδη αποκρυπτογραφηθεί και εκφράζουν ολοκάθαρα την ελληνική γλώσσα με αδιάσπαστη ενότητα μέχρι σήμερα.
Ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και μεγάλος Ελληνιστής G. Murray γράφει: «Η ελληνική είναι η τελειότερη γλώσσα. Μια σκέψη μπορεί να διατυπωθεί με άνεση και χάρη στην Ελληνική, ενώ γίνεται δύσκολη και βαρειά στη Λατινική, Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική κ.λπ.. Η Ελληνική είναι η τελειότερη γλώσσα, επειδή εκφράζει τις σκέψεις τελειοτέρων ανθρώπων».
Οι Ευρωπαίοι ειδικοί περί τα γλωσσικά στο σύνολό τους υποστηρίζουν ότι «η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει υψηλή μορφοποιητική ικανότητα, που διαμορφώνει τη σκέψη και κάνει τους μαθητές που γνωρίζουν αρχαία Eλληνικά, να διαπρέπουν στις θετικές επιστήμες».
Στην Ελλάδα, όμως, πανεπιστημιακός καθηγητής επιθυμεί διακαώς την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο… Και υπάρχουν, δυστυχώς, ουκ ολίγοι ομονοούντες…
Ο Γερμανός φυσικός επιστήμων Μax Von Laye (Βραβείο Νόμπελ Φυσικής) γράφει: «Οφείλω χάριτας στη Θεία Πρόνοια, διότι ευδόκησε να διδαχθώ τα αρχαία Ελληνικά, που με βοήθησαν να διεισδύσω βαθύτερα στο νόημα των θετικών επιστημών». Τη δήλωση αυτή την έκαμε, όταν διαπίστωσε ότι η ελληνική γλώσσα είναι μια τέλεια μαθηματική δημιουργία, διαπίστωσε τη μαθηματική δομή της.
Εμείς συνεχίζουμε την «απλοποίησή» της μέχρι να την κάνουμε αγνώριστη. Σ’ αυτό απαντά ο Γάλλος καθηγητής Masse Roger λέγοντας: «Κάθε απλοποίηση στη γλώσσα είναι απλά ένα χάσιμο σκέψεως».
Αλλά, είναι διδακτικότατη η προτροπή του Προέδρου της Διεθνούς Ακαδημίας προς διάδοση του Πολιτισμού Φραγκίσκου Λιγκόρα, ο οποίος τον Μάρτιο του 1997 έκαμε την παρακάτω δήλωση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο:
«Έλληνες, να είστε υπερήφανοι που μιλάτε την Ελληνική γλώσσα ζωντανή και μητέρα όλων των άλλων γλωσσών. Μη την παραμελείτε, αφού αυτή είναι ένα από τα λίγα αγαθά που μας έχουν απομείνει και ταυτόχρονα το διαβατήριό σας για τον παγκόσμιο πολιτισμό. Ζωντανέψτε τους αρχαίους σας συγγραφείς, κάνετε γνωστόν το συλλογισμό τους…».

Αθανάσιος Δέμος
http://arxaia-ellinika.blogspot.gr/

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Νοστράδαμος, ο οραματιστής




Ο γιατρός, φαρμακοποιός, αστρολόγος και αποκρυφιστής Μισέλ ντε Νοστρεντάμ πίστεψε ότι μπορούσε να προβλέψει το μέλλον, γι’ αυτό και κατέγραψε τις προφητείες του αναλυτικά για τις επόμενες γενιές. 

Κάνοντας φυσικά το όνομά του τρανό στους αιώνες, τόσο λόγω των σφοδρών πολεμικών και αμφισβητήσεων που έχουν δεχτεί οι προβλέψεις του όσο φυσικά και των χιλιάδων πιστών των γραπτών του, που συνεχίζουν να πίνουν νερό στο όνομά του. 

Έχοντας δεχτεί το «κάλεσμα» της ψυχής, ασχολήθηκε με τον αποκρυφισμό και επιδόθηκε με σφοδρότητα στην πρόβλεψη των μελλούμενων, με τον ίδιο να αναγνωρίζεται αργότερα ως ο μεγάλος οραματιστής μιας μακράς σειράς κορυφαίων γεγονότων της σύγχρονης Ιστορίας. 

Κι έτσι ο σεμνός τίτλος του τόμου με τις προφητείες του, «Οι Προφητείες του Νοστράδαμου», θα μεταμορφωνόταν από τους μελετητές του στο βαρύγδουπο «Οι Αιώνες», προσυπογράφοντας το κύρος με το οποίο περιέβαλαν οι ιστορικοί τη δουλειά του. 

Και βέβαια, όποια κι αν είναι η ετυμηγορία για την αλήθεια των προφητειών του, ένα είναι σίγουρο: από όλους τους προφήτες και ψευδοπροφήτες που έχουν κατά καιρούς αποπειραθεί προβλέψεις για το μέλλον, το όνομα του Νοστράδαμου φιγουράρει με τα πιο λαμπρά χρώματα… 

Πρώτα χρόνια



Ο Μισέλ ντε Νοστρεντάμ γεννιέται στις 14 (ή τις 21) Δεκεμβρίου 1503 στην επαρχία της Προβηγκίας (Νότια Γαλλία) ως ένα από τα 9 παιδιά ενός ευκατάστατου εμπόρου σιτηρών εβραϊκής καταγωγής, που είχε όμως ασπαστεί τον καθολικισμό για να γλιτώσει από τα χέρια της Ιεράς Εξέτασης. 

Για τα παιδικά του χρόνια δεν είναι και πολλά γνωστά παρά μόνο ότι ήταν καλός μαθητής και περνούσε γρήγορα τις τάξεις. Έμαθε λατινικά, ελληνικά και εβραϊκά και έδωσε ιδιαίτερο βάρος στα μαθηματικά ήδη από παιδί. Ταυτοχρόνως, λάτρεψε τις ουράνιες επιστήμες, αν και θα τον κέρδιζε αργότερα η αστρολογία…

Σε ηλικία 14 ετών έγινε λοιπόν δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Αβινιόν, με σκοπό να γίνει γιατρός. Ξέσπασμα όμως επιδημίας πανώλης τον ανάγκασε να διακόψει τη φοίτηση έπειτα από μόλις έναν χρόνο, με τον ίδιο να οργώνει τη χώρα αναζητώντας εναλλακτικές θεραπείες για την πανδημία και δουλεύοντας ως φαρμακοποιός. 

Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, το 1922 έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ για να κάνει τη διδακτορική του διατριβή στην ιατρική. Εκεί θα έρθει σε σφοδρή αντίθεση με τον καθολικισμό και τους ιερουργούς του επειδή απέρριπταν τα κελεύσματα της αστρολογίας. Έπειτα από περιπέτειες, ο Νοστράδαμος θα πάρει την άδεια να εξασκεί την ιατρική το 1525, εκλατινίζοντας ταυτοχρόνως το όνομά του, στα πρότυπα πολλών μεσαιωνικών ακαδημαϊκών…

Μάχη με την πανούκλα



Για τα επόμενα χρόνια, ο Νοστράδαμος θα αφιερωθεί με όλες του τις δυνάμεις στη θεραπεία της πανώλης. Όργωσε τη Γαλλία και την Ιταλία ασχολούμενους με ασθενείς της νόσου και αναζητώντας εναλλακτικές και αποτελεσματικότερες θεραπείες, καθώς τα γιατροσόφια της εποχής μόνο αποδοτικά δεν ήταν. 

Κι έτσι ο διαπρεπής γιατρός κατάφερε να αναπτύξει μια αρκετά προωθημένη αγωγή για την πανούκλα, μακριά από αφαιμάξεις και άλλες ύποπτες τεχνικές αμφιβόλου αποτελεσματικότητας. Έδινε έμφαση στην υγιεινή τόσο του ασθενούς όσο και της πόλης για την αποφυγή της πανδημίας, με τις έρευνές του να καταλήγουν σε μια αγωγή, το «ροδόχρωμο χάπι» όπως έμεινε γνωστό, μια φυτική παστίλια πλούσια σε βιταμίνη C, η οποία παρείχε ανακούφιση των συμπτωμάτων και σε ελαφρές περιπτώσεις, ακόμα και γιατρειά! 

Ο ρυθμός που θεράπευε τους ασθενείς του λογίστηκε εντυπωσιακός, αν και σήμερα το αποδοτικότερο της θεραπείας του ήταν η σωστή υγιεινή και η κατάλληλη διατροφή των πασχόντων. Κι έτσι έγινε διασημότητα στον τόπο του, λαμβάνοντας επαίνους αλλά και ιδιωτική χρηματοδότηση για τις έρευνές του. 

Τέτοια ήταν η φήμη που απέκτησε που το 1531 προσκλήθηκε από διαπρεπή γάλλο ακαδημαϊκό, τον Jules-Cesar Scaliger, να εργαστεί στο πλευρό του στη Νοτιοδυτική Γαλλία. Εκεί θα παντρευτεί και θα παραμείνει για μερικά χρόνια, αποκτώντας δύο παιδιά. Οι γνώσεις όμως και οι πειραματικές θεραπείες του δεν μπόρεσαν να σώσουν την οικογένειά του από το νέο ξέσπασμα της πανούκλας: το 1534 χάνει τη γυναίκα και τα δυο του παιδιά, κάτι που θα κηλιδώσει την επαγγελματική του φήμη και θα τον αποξενώσει από τον μέντορά του…

Αποκρυφισμός και προφητείες



Ήταν το 1538 όταν το απρεπές σχόλιο του γιατρού για μια θρησκευτική παράσταση θα του έφερνε μπλεξίματα με τον καθολικισμό, κατηγορούμενος για βλασφημία ως αιρετικός! Όταν ωστόσο τον κάλεσαν να έρθει ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης, αυτός επέλεξε σοφά να εγκαταλείψει την Προβηγκία και να περιπλανηθεί για αρκετά χρόνια στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Τουρκία, όπου και θα έρθει σε επαφή με αποκρυφιστικά δόγματα.

Την εποχή αυτή είναι που σύμφωνα με τον ίδιο ένιωσε το «θείο κάλεσμα» των προφητειών: ήταν στην Ιταλία όταν ήρθε κοντά με μια ομάδα φραγκισκανών μοναχών, προφητεύοντας ότι ένας από αυτούς θα γινόταν ο επόμενος πάπας. Πράγμα που έγινε, όταν ο μοναχός Felice Peretti αναγορεύτηκε το 1585 πάπας Σίξτος Ε’, εκπληρώνοντας τη νοστραδαμική προφητεία!

Νιώθοντας ότι πέρασε πολλά χρόνια στο εξωτερικό για να έχει χάσει τα ίχνη του η Ιερά Εξέταση, ο Νοστράδαμος επιστρέφει το 1547 στη γενέτειρά του στην Προβηγκία και άρχισε και πάλι να ασχολείται με τη θεραπεία των ασθενών της πανώλης. Ταυτοχρόνως, παντρεύεται την πλούσια χήρα Anne Ponsarde, με την οποία απέκτησε 6 παιδιά, και συγγράφει δύο ιατρικά εγχειρίδια για τη θεραπεία της πανούκλας. 



Παρά την αφοσίωσή του στο ιατρικό λειτούργημα, ήταν ωστόσο ξεκάθαρο ότι πλέον ενδιαφερόταν περισσότερο για την αστρολογία και τον αποκρυφισμό παρά για την επιστήμη. Όλο και περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσε πια σε διαλογισμό, ο οποίος τον έριχνε σε μια υπερβατική κατάσταση οραμάτων, τα οποία λειτουργούσαν ως έμπνευση για τις προφητείες του. 

Το 1550, ο Νοστράδαμος δημοσίευσε το πρώτο αλμανάκ του με τις προφητείες της επόμενης χρονιάς, γεμάτο με αστρολογικές πληροφορίες, το οποίο έγινε μάλιστα ανάρπαστο, καθώς την εποχή αυτή τα αλμανάκ ήταν της μόδας. 

Η μεγάλη κυκλοφορία του εγχειριδίου τον έκανε γνωστό στα πέρατα της Γαλλίας και του έδωσε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση να συγγράψει κι άλλα στα επόμενα χρόνια, μην παραλείποντας να συμπεριλαμβάνει τις προφητείες του σε κάθε νέα ετήσια έκδοση του αλμανάκ του.

Μέχρι το 1554 οι προφητείες του ήταν πια δεκάδες, αναπόσπαστο μέλος των νοστραδαμικών χρονικών, γεγονός που τον ανάγκασε να τις συγκεντρώσει σε έναν ξεχωριστό τόμο, τον οποίο είπε «Οι προφητείες του Νοστράδαμου» (αν και θα γινόταν γνωστός από την ιστορική καταγραφή ως «Αιώνες»). Ο οραματιστής προγραμμάτιζε την έκδοση 10 τέτοιων τόμων, που θα περιείχαν 100 προφητείες για τα επόμενα 2.000 χρόνια, και το 1555 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος, οι «Οι προφητείες», που περιείχαν τις πρώτες. 



Νιώθοντας ωστόσο φόβο από την πανταχού παρούσα Ιερά Εξέταση, αναγκάστηκε να μασκαρέψει τις προφητείες του θολώνοντας το μήνυμά τους, κάνοντάς τες να μοιάζουν τετράστιχα με ευφυολογήματα και γράφοντάς τες σε πλήθος γλωσσών (ελληνικά, ιταλικά, λατινικά και προβηγκιανά, τη διάλεκτο της επαρχίας του). Αυτός ήταν ο λόγος που δεν κυνηγήθηκε ξανά από τον καθολικισμό, με τις κατηγορίες για βλασφημία να έχουν εδώ και χρόνια ξεχαστεί.



Οι προφητείες θα του έφερναν βέβαια άλλες περιπέτειες: άλλοι τον είδαν υπηρέτη του Εωσφόρου, άλλοι θεώρησαν πως ήταν τρελός, ενώ υπήρξαν και πολλοί που πίστεψαν τα λόγια του, γινόμενος σταρ στην ευρωπαϊκή ελίτ. Η Αικατερίνη των Μεδίκων, για παράδειγμα, ήταν θαυμάστρια του έργου του και τον κάλεσε στο Παρίσι κάνοντάς τον προστατευόμενό της, ενώ λίγα χρόνια αργότερα θα του εξασφάλιζε και τιμές, μετατρέποντάς τον σε σύμβουλο και βασιλικό γιατρό του Ερρίκου Β’. 



Οι αστρολογικές προβλέψεις του Νοστράδαμου τον έκαναν ιδιαιτέρως δημοφιλή στο γαλλικό στέμμα, όπως τις έμπλεκε με τις ιστορικές καταγραφές του Πλουτάρχου αλλά και με μεσαιωνικά χρονογραφήματα. Περισσότερα για την αλήθεια των προβλέψεών του και τις κατοπινές ανασυγκροτήσεις των ιστορικών εδώ

Τελευταία χρόνια και θάνατος




Υποφέροντας από αρθρίτιδα και ποδάγρα στο μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε στα κατοπινά αυτά χρόνια, χτυπώντας τον πια στην εύθραυστη καρδιά του. 



Στα τέλη Ιουνίου 1566, ο Νοστράδαμος συνέταξε τη μακροσκελή του διαθήκη, αφήνοντας τα πάντα στην οικογένειά του, και το απόγευμα της 1ης Ιουλίου είπε στον γραμματέα του: «Δεν θα με βρεις ζωντανό την αυγή». Το επόμενο πρωινό βρέθηκε νεκρός στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι του…



Το μεγαλύτερο μέρος των τετράστιχων προφητειών του Νοστράδαμου είχε να κάνει με καταστροφές όπως επιδημίες, σεισμούς, πολέμους, πλημμύρες, εισβολές, δολοφονίες, ξηρασίες και μάχες. Αν είδε όντως τη Γαλλική Επανάσταση και τον Ναπολέοντα, αν προφήτευσε την έλευση του Χίτλερ, της ατομικής βόμβας και της επίθεσης στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ελέγχεται ακόμα…

http://www.newsbeast.gr/portraita/arthro/705931/nostradamos-o-oramatistis/

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Νικόλαος Πλαστήρας: Όλα για την Ελλάδα!


Νικόλαος ΠλαστήραςΤου Κων/νου Βαρζώκα, Αργυροχρυσοχόου
*  Ήταν το 1951 όταν ανέλαβε πρωθυπουργός ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο επονομαζόμενος «Μαύρος Καβαλάρης» και η χώρα μας μόλις είχε βγει από τα ερείπια μιας πολυετούς εμπόλεμης κατάστασης σμπαραλιασμένη. Τον πατριωτισμό, την εντιμότητα, την ηθική και αρετή του κανείς δεν αμφισβήτησε, ακόμη και οι πολιτικοί του αντίπαλοι.
Σήμερα μεταφέρουμε μερικά από τα πολλά αξιόλογα συμβάντα της ζωής του, τα οποία χαρακτηρίζουν τον άνδρα και τον καθιστούν πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση για παλιότερους, αλλά και σημερινούς, δεδομένου ότι, τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι, έμπαιναν πλούσιοι στην πολιτική και έβγαιναν πάμφτωχοι, καθιστώντας την Ελλάδα σεβαστή σε φίλους και εχθρούς.
Ο αείμνηστος Ανδρέας Ιωσήφ – πιστός φίλος του – μας λέει: Ο στρατηγός είχε απαγορεύσει στους δικούς του να χρησιμοποιούν το όνομα «Πλαστήρας» όπου κι αν πήγαιναν. Ο αδελφός του ήταν άνεργος. Το εργοστάσιο ζυθοποιίας «ΦΙΞ» ζητούσε οδηγό κι εκείνος έκανε αίτηση. Ο αρμόδιος υπάλληλος τον ρώτησε πως λέγεται: Κι επειδή αυτός δίσταζε να πει το όνομά του, ενθυμούμενος την εντολή του στρατηγού, τον ξαναρώτησε και δύο και τρεις φορές, ώσπου αναγκάστηκε να… ομολογήσει ότι τον λένε Πλαστήρα.
Παραξενεμένος ο υπεύθυνος ζητάει να μάθει αν συγγενεύει με το στρατηγό και πρωθυπουργό. Μετά από πολύ δισταγμό του αποκαλύπτει ότι είναι αδελφός του. Αφού η αίτηση ικανοποιήθηκε, παρακάλεσε να μη μάθει ο αδελφός του. Ο στρατηγός το έμαθε κι αφού τον κάλεσε αμέσως στο σπίτι του τον επέπληξε και του απαγόρευσε να αναλάβει αυτή την εργασία λέγοντάς του: «Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου». Και δεν πήγε.
Ο Πλαστήρας ήταν άρρωστος – έπασχε από φυματίωση – κι έμενε σ’ ένα σπιτάκι στο Μέτς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Του πρότειναν να του βάλουν ένα τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι αλλ’ αυτός αρνήθηκε λέγοντας: «Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;».
Πολλές φορές με τρόπο έστελνε και αγόραζαν ψωμί, ελιές και λίγη φέτα… Τότε οι γύρω του, του υπενθύμιζαν ότι είχε ανάγκη καλύτερου φαγητού λόγω της αρρώστιας κι εκείνος με απλότητα τους απαντούσε: «Τι να κάνω;.. Σκάβω για να καλοτρώγω;».
Ο Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολη», περιγράφει το εξής περιστατικό: «Κάποτε, ο στενός τους φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια Τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. «Τι;», απόρησε εκείνος. «Δεν έχει σπίτι ο Πλαστήρας; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!».
Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;». Έσχισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε.
Ο Δημήτριος Λαμπράκης «δώρισε» κάποια στιγμή στον Πλαστήρα ένα ωραίο χρυσό στυλό κι αφού ο στρατηγός κάλεσε τον φίλο του Ανδρέα του λέει: – Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω. – Μα θα προσβληθεί… -Δεν πειράζει… Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα, Ανδρέα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!
Το 1952 πρωθυπουργός ο Πλαστήρας ήταν κατάκοιτος από την αρρώστια που τον βασάνιζε, όταν μια μέρα δέχθηκε την επίσκεψη της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Μπαίνοντας εκείνη στο λιτό ενοικιαζόμενο διαμέρισμά του, εξεπλάγη όταν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του, και τον ρώτησε με οικειότητα:«Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» και η απάντηση ήρθε αφοπλιστική. «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ…».
Ο στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει το παρακάτω: «Όταν πέθανε ο Πλαστήρας δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα δεκαδόλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη:«Όλα για την Ελλάδα!». Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, «ώστε να μην χρωστά στην Πατρίδα».
Όταν πέθανε ο Πλαστήρας στις 26/7/1953 τον έντυσαν με νεκρικό κοστούμι, που το αγόρασε ο φίλος του Διονύσιος Καρρέρ – γιατί ο ίδιος τον μισθό του τον πρόσφερε διακριτικά σε άπορους και ορφανά παιδιά – ο δε γιατρός, που ήταν παρών και υπέγραψε το σχετικό πιστοποιητικό θανάτου, μέτρησε στο ταλαιπωρημένο κορμί του:27 σπαθιές και 8 σημάδια από βλήματα. Τον κιλλίβαντα -βάση πυροβόλου- στον οποίο είχαν εναποθέσει το φέρετρο του, δεν το έσερναν άλογα, αλλά εβδομηντάρηδες εύζωνοι του Συντάγματος του, έως το Α’ Νεκροταφείο.
Μετά απ’ όλα αυτά εμείς ποιο σχόλιο να κάνουμε; Μιλούν τα γραφόμενα από μόνα τους και προπαντός η ζωή και ο χαρακτήρας του θαυμάσιου αυτού άνδρα, που ξεπερνάει, θα λέγαμε, και τη ζωή ενός ασκητή! Ας είναι η μνήμη του αιωνία και η ζωή του παράδειγμα προς μίμηση. 

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

«Aν ήμουν Παλαιστίνιος στη Λωρίδα της Γάζας…»

 -Το κείμενο-γροθιά ενός Εβραίου φιλοσόφου που λέει αλήθειες

"Είμαι Εβραίος. Αν είχα γεννηθεί στη Γάζα θα ήμουν μάλλον μέλος της Χαμάς...", έτσι ξεκινάει το άρθρο του φιλοσόφου και δημοσιογράφου Michaël Smadja που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Liberation, ένα κείμενο-γροθιά στους φανατικούς της μίας και της άλλης πλευράς.
Γράφει στο κείμενο του ο φιλόσοφος:
"Είμαι Εβραίος. Αν είχα γεννηθεί στη Γάζα θα ήμουν μάλλον μέλος της Χαμάς.
Εγώ υπερασπίζομαι την ύπαρξη του Ισραήλ, αντίθετα με όσους ονειρεύονται την εξαφάνισή του –όπως η ιρανική κυβέρνηση, τα ισλαμικά κινήματα, οι Ευρωπαίοι αντισημίτες της Aριστεράς ή της Δεξιάς οι οποίοι χρησιμοποιούν το Ισραήλ για να χειραγωγούν τους νέους ξένης καταγωγής στην Ευρώπη. Λες και η απουσία διεξόδου στις ζωές αυτών των νέων έχει να κάνει με το Ισραήλ ή τους Παλαιστίνιους.
Αλλά αν είχα γεννηθεί στη Γάζα δεν θα είχα το ελεύθερο πνεύμα, την απαραίτητη απόσταση και την κατάλληλη εκπαίδευση για να αντιληφθώ ότι η Χαμάς είναι μια ισλαμική τρομοκρατική οργάνωση η οποία δεν διστάζει, με τον πιο κυνικό τρόπο, να χρησιμοποιήσει αθώους ως ασπίδα στους βομβαρδισμούς. Δεν θα γνώριζα ότι η Χαμάς χρηματοδοτείται από ξένα συμφέροντα για τα οποία η τύχη της Παλαιστίνης είναι δευτερεύουσα, αυτό που μετράει είναι το μίσος για το Ισραήλ. Θα πίστευα κι εγώ το εθνικό και οικογενειακό αφήγημα, που θα μου είχαν κληροδοτήσει, ότι οι Εβραίοι και το Ισραήλ είναι η δύναμη του κακού που έκλεψαν τη γη μου και ταπείνωσαν τον λαό μου.
Θα δυσκολευόμουν πάρα πολύ να κάνω τη διάκριση ανάμεσα στην ισραηλινή κυβέρνηση και το στρατό από τη μία και τον λαό του Ισραήλ από την άλλη. Όπως και το Ισραήλ δεν κάνει την διάκριση ανάμεσα στη Χαμάς και τον παλαιστινιακό λαό, βομβαρδίζοντας και τους μεν και τους δε.
Στην πραγματικότητα, αν σήμερα ήμουν Παλαιστίνιος και πίστευα ότι το κράτος του Ισραήλ επιβάλλει τρομοκρατία, με την έννοια ότι προκαλεί τρόμο βάζοντας στο στόχαστρο πολίτες και αντάρτες, χωρίς διάκριση, δημιουργώντας συνεχή ανασφάλεια, τότε δεν θα είχα άδικο. Και χωρίς καμιά αμφιβολία θα ήμουν έτοιμος να κάνω τα πάντα για να σταματήσω αυτό που θα μου φαινόταν σαν μια τυφλή καταπίεση. Δεν θα με ενδιέφερε ότι το Ισραήλ, από την πρώτη στιγμή που δημιουργήθηκε σαν κράτος, υπήρξε στόχος των Αράβων γειτόνων του που ήθελαν να το εξαφανίσουν ή ότι οι Εβραίοι θέλησαν να δημιουργήσουν ένα κράτος για να μην υφίστανται τον αντισημιτισμό και ότι αυτό το κράτος παρ'όλα αυτά είναι Δημοκρατία. Εγώ, αν ήμουν Παλαιστίνιος δεν θα με ενδιέφερε.
Αν ήμουν Παλαιστίνιος θα είχα γνωρίσει μόνο το στρατιωτικό πρόσωπο του Ισραήλ, το οποίο δημιουργήθηκε μέσα σε μια μόνιμη κατάσταση πολιορκίας και του οποίου οι πολίτες διαπαιδαγωγήθηκαν με τον πραγματισμό της επιβίωσης. Θα ήξερα μόνο ότι η γη των προγόνων μου καταπατήθηκε από άλλους. Θα πίστευα ότι το Κράτος του Ισραήλ αντί να με βοηθήσει να δημιουργήσω μια χώρα δίπλα του, αντίθετα, με το μέσον της βίας, της διαίρεσης, της ταπείνωσης και του εποικισμού, κάνει αδύνατη την πιθανότητα να έχω ένα καλό μέλλον. Θα είχα την αίσθηση ότι στα μάτια του ισραηλινού λαού η ζωή μου δεν αξίζει και πολλά πράγματα ή τουλάχιστον αξίζει λιγότερο από την ασφάλειά του.
Δεν θα είχα ποτέ ακούσει για όλους αυτούς τους ανθρώπους που πιέζουν την ισραηλινή κυβέρνηση για πιο δίκαιη πολιτική προς τους Παλαιστίνιους. Ίσως δεν θα ήξερα καν ποιος ήταν ο Γιτσάκ Ραμπίν.
Εγώ θα έβλεπα μόνο τους έποικους. Τα λόγια ρατσιστικού μίσους του Λίμπερμαν. Τον ψηφοθηρικό κυνισμό του Νετανιάχου. Την προσπάθεια των Εργατικών και των Κεντρώων του Ισραήλ να φανούν κι αυτοί σκληροτράχηλοι. Θα έβλεπα τα ερείπια των σπιτιών στη γειτονιά μου.
Ισραηλινοί, σήμερα, μόνο εσείς μπορείτε να φέρετε ειρήνη και να αποκαταστήσετε τη δικαιοσύνη.
Πρέπει να εκλέξετε μια κυβέρνηση στη βάση ενός σχεδίου ειρήνευσης με τους Παλαιστίνιους. Μια κυβέρνηση που μπορεί να σας εξασφαλίσει μια μόνιμη ειρήνη και ασφάλεια, βοηθώντας να δημιουργηθεί ένα Παλαιστινιακό Κράτος, γεωγραφικά λογικό. Μια κυβέρνηση που θα σας υποσχεθεί συμβιβασμούς και θυσίες με τους Παλαιστίνιους. Μια κυβέρνηση που θα κάνει τα πάντα για να προστατεύσει από την τρομοκρατία χωρίς να χρησιμοποιεί τρομοκρατικές μεθόδους.
Πρέπει να εκλέξετε μια κυβέρνηση που θα σας πει αυτό που δεν θέλετε να ακούσετε: ότι η βία δεν θα φέρει αποτέλεσμα. Ποτέ.
Οι Παλαιστίνιοι δεν θα εξαφανιστούν, δεν θα φύγουν. Ούτε και το Ισραήλ, φυσικά. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει εσείς, Ισραηλινοί, να κάνετε μια προσπάθεια να γίνετε κάτι παραπάνω από ένας λαός που φοβάται ή προκαλεί φόβο. Γιατί μην περιμένετε από τους Παλαιστίνιους –που μεγάλωσαν σε στρατόπεδα ή σε άθλιες παράγκες, εκδιωγμένοι από τη γή τους, χειραγωγημένοι και εξαπατημένοι από τα «αδέλφια» τους εδώ και δεκαετίες και στους οποίους η κυβέρνησή σας στέλνει βόμβες- να κάνουν ειρήνη μαζί σας.
Μην περιμένετε να καθίσουν απέναντί σας σε ένα τραπέζι σαν να ήσασταν ίσοι και να δείξουν διπλωματική ευαισθησία και λογική. Μην περιμένετε να διώξουν τη Χαμάς από τη Γάζα. Όλα αυτά μπορούν να συμβούν, αν εσείς, ανώνυμοι Ισραηλινοί, εκλέξετε μια κυβέρνηση που θα αναγνωρίσει ότι η ιστορία κακομεταχειρίστηκε τους Παλαιστίνιους και ότι είναι δίκαιο να τους βοηθήσει κάποιος να χτίσουν ένα Κράτος. Ο παλαιστινιακός λαός δεν υπήρχε πριν από 70 χρόνια. Υπάρχει όμως σήμερα. Όπως και ο λαός του Ισραήλ."
Πηγή: iefimerida.gr

Ευκλείας Αρετή




ξ Οδυσσείας   400

τὸν δ' ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε δῖος ὑφορβός·
"ξεῖν', οὕτω γάρ κέν μοι ἐϋκλείη τ' ἀρετή τε
εἴη ἐπ' ἀνθρώπους, ἅμα τ' αὐτίκα καὶ μετέπειτα,
ὅς σ' ἐπεὶ ἐς κλισίην ἄγαγον καὶ ξείνια δῶκα,
αὖτις δὲ κτείναιμι φίλον τ' ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην·
πρόφρων κεν δὴ ἔπειτα Δία Κρονίωνα λιτοίμην.

AΙΓΕΣ – ΒΕΡΓΙΝΑ
Ο Χώρος των Αιγών ή της Βεργίνας, επιλέχθηκε από τον βασιλιά Περδίκκα τον Α΄ για την πρωτεύουσά του. To ζήτημα αν η ΄Εδεσσα και οι Αιγαί ήταν μία πόλη, ή δύο διαφορετικοί οικισμοί, απασχολεί τους ερευνητές. Πιθανότερο φαίνεται να υπήρχαν δύο πόλεις παράλληλες και όχι δύο ονόματα για την ίδια πόλη. Με αφετηρία τις Αιγές οι επόμενοι βασιλείς, όπως καταγράφει ο Θουκυδίδης , επεκτείνουν την επικράτειά τους στις περιοχές της Μυγδονίας, της Βοττιαίας και της Πιερίας, περί τα τέλη του 6ου π.Χ αιώνα. Περίπου στα τέλη του 5ου π.Χ αιώνα, η πρωτεύουσα μεταφέρεται από τον βασιλιά Αρχέλαοστην Πέλλα. Παρά το γεγονός αυτό, οι Αιγές δεν απώλεσαν την πρωτινή τους λάμψη και σπουδαιότητα. Το γεγονός τεκμαίρεται από την καταγραφή των αρχαίων πηγών, για τις σημαντικές δραστηριότητες που ελάμβαναν χώρα στις Αιγές και μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Πέλλα. Ο χώρος των Αιγών καθιερώνεται και σαν χώρος του βασιλικού κοιμητηρίου. Tον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας συγκροτούν δύο διακριτές περιοχές, δηλαδή η περιοχή της αρχαίας πόλης προς τις παρυφές των Πιερίων βουνών, και το σπουδαίο κοιμητήριο προς την πεδιάδα και μέχρι τον Αλιάκμονα ποταμό. Η πρώτη ανασκαφική προσπάθεια έγινε το 1861 με τον γάλλο αρχαιολόγο Leon Heuzey, συνεχίστηκε τον 20ο αιώνα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τον καθηγητή αρχαιολογίας Κωνσταντίνο Α. Ρωμαίο και τους καθηγητές Γ. Μπακαλάκη και Μανώλη Ανδρόνικο. Το1969 ανακαλύφθηκε ο τάφος του αγρού Μπλούκα, το 1977 ο τάφος του Φιλίππου, το 1978 ο τάφος του Πρίγκηπα, το 1982 το θέατρο, το ιερό της Εύκλειας , ο τάφος στα Παλατίτσια, ο τάφος του αγροκτήματος Μπέλλα, το 1987 ο τάφος της Ευρυδίκης μητέρας του Φιλίππου, το 1990 το Μητρώον.Α. Στην αρχαία πόλη περιλαμβάνονταν το τείχος με την πύλη και τον πύργο του, ταανάκτορα, το θέατρο, η αγορά με το ιερό της Εύκλειας , το ιερό της Μητέρας των θεών Κυβέλης, οικοδομήματα, κτίρια, ιδιωτικές κατοικίες. Φωτογραφίες από τα ευρήματα της αρχαίας πόλης 
1. Ανάκτορο
Σχέδιο των Ανακτόρων της Βεργίνας. Στην ανατολική πλευρά των ανακτόρων μετά την είσοδο, υπάρχει ένας κυκλικός χώρος, τον οποίο ο Πλάτων ονομάζει στην Απολογία -36D ) Θόλο.
Στον χώρο αυτό βρέθηκε επιγραφή με την φράση Ηρακλήι Πατρώιοι, δηλαδή στον Ηρακλή Πατρώοκαι στην νεοελληνική, στον Πατέρα Ηρακλή. Η κατασκευή παραπέμπει στην Εστία, ή στην Ορία Μήτηρ (όπως την αποκαλεί ο Αριστοφάνης στις Όρνιθες-746 ) ο φρουρός της ευτυχίας των ανθρώπων, η θεά με τα πρυτανεία της, τα κυκλικά δηλαδή ιερά της εντός των οποίων καιγόταν τοακοίμητον πυρ, που συμβολίζει το σχήμα του πλανήτη Γη. Μία Εστία εγχαραγμένη με μαθηματική γνώση και επιστημονική σοφία, μία Εστία που διολισθαίνει στην θεωρία του επίκυκλου του Ηρακλείδη Ποντικού 390-330 π.Χ ) και των αστρονομικών μυστικών του τροχού του Ομήρου. Αυτή και μόνο ηεπιγραφή και ο συμβολισμός της, καταδεικνύουν την ελληνικότητα των Μακεδόνων.
Σημαντικές επιστημονικές ανακοινώσεις για το ανάκτορο των Αιγών Βεργίνας ) έλαβαν χώρα στην Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο του 2008. Ειδικότερα ανακοινώθηκε ότι, το ανάκτορο του Φιλίππου στην Βεργίνα Αιγές ), είχε έκταση αντίστοιχη με την έκταση 3 Παρθενώνων σε χώρο 15 στρεμμάτων (δηλαδή μεγαλύτερο χώρο από αυτόν της σημερινής Βουλής στο Σύνταγμα στην Αθήνα), με δυνατότητα φιλοξενίας και στέγασης 4.000 ατόμων και συμποσίων με 500 καλεσμένους. Η ανοικοδόμησή του άρχισε το 350 π.Χ περίπου και ολοκληρώθηκε σε 12 χρόνια. Αρχιτέκτων και κατασκευαστής του ήταν ο περίφημος Πύθεος, που έκτισε το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.

Το παλάτι των Αιγών και η σημασία του......

Ναός Θεάς Εύκλειας
Η Ευρυδίκη, γιαγιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τον Φίλιππο, αφιέρωσε ένα μαρμάρινο άγαλμα, ύψους 1,90 στον ναό της Εύκλειας

Στέφανοι  Εύκλειας


http://homerworld.blogspot.gr

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Του κ. Νικολάου. ΑΡΒΑΝΙΊΌΥ, Καθηγητού Φιλολογίας
Γυμνασίου Αρρένων Σύρου
μελέτημα
εν Σύρω 1961

"Επιτακτικό, ιερόν καθήκον μας επιβάλλει να προσφέρωμε κι' εμείς ένα ταπεινό κερί ευλάβειας και εθνικής ευγνωμοσύνης στο μεγαλύτερο πεζογράφο της νεωτέρας "Ελλάδος, στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη επί τη συμπληρώσει 53 χρόνων από του θανάτου του[1].
Ό μεγαλύτερος μαέστρος του αφηγηματικού λόγου —κατά τον Πρόεδρον της Ακαδημίας Αθηνών Σπ. Μελάν— προξενούσε από τα παιδικά μου χρόνια μιάν ανείπωτη συγκίνησιν.
Δεν θα ξεχάσω, αλήθεια, την παιδική μανία μου, που, μόλις έπαιρνα καινούργιο αναγνωστικό, αμέσως έσχιζα τα τελευταία φύλλα του να δω αν είχε διήγημα του Παπαδιαμάντη, κι' αχόρταγα το διάβαζα, το ξαναδιάβαζα και νόμιζα, πώς ή λαχτάρα αυτή ήταν παιδική...
Πέρασαν τα χρόνια, ανέβηκα στην έδρα, άσπρισαν τα μαλλιά, μα νοιώθω μιαν ακατανόητη συγκίνησι πάντα από τα έργα του Παπαδιαμάντη. Γι' αυτό τις μέρες και ώρες πού πρέπει να διδάξω κάτι από τον Παπαδιαμάντη, δεν βλέπω την ώρα να μπω στην τάξι ν' αρχίσω το μάθημα. Μα βλέπω και, τους μαθητάς ότι αυθόρμητα κι' αυτοί ενθουσιάζονται και όχι απλώς συμμετέχουν, μα ζουν τις στιγμές του Παπαδιαμάντη. Κι' ενώ άλλες φορές, λες και τους κεντρίζει το  σχολικό κουδούνι και πετιούνται απ' τα καθίσματα και σπουν τα δεσμά της προσοχής και της ησυχίας, όταν διαβάζονται διηγήματα του Παπαδιαμάντη, πάντα μένουν εκεί, καρφωμένοι στα θρανία, σαν να τους έγινε κάποια μαγεία, γιατί συνεπαίρνει μεγάλους και μικρούς του Παπαδιαμάντη ή γοητεία.
Ομολογώ ότι ήταν μεγάλο το τόλμημά μου να θέλω να μιλήσω εγώ γι' αυτόν «πού δίνει την άυλη χαρά» κι έχει πνοή σαιξπηρική, όπως λέει ό Παλαμάς, γι' αυτόν, πού στάζει μέλι από τα χείλη του κι' είναι ζωγράφος των ειρηνικών νησιών, πλάστης των αγαθών και δυστυχών ανθρώπων, ποιητής των γραφικών έρημοκκλησιών, και αποτελεί μαζί με τον Σολωμό και τον Γκύζη την καλλιτεχνική τριάδα της νέας μας ζωής, ως γράφει ό Νιρβάνας γι' αυτόν, πού είναι πεζογράφος πολύ σπάνιας αξίας, ως τον θεωρεί ό Jean Dargos —γι' αυτόν, πού είναι ό Βαλαωρίτης του διηγήματος, ως τον ονομάζει ό Κωνσταντινίδης, γι' αυτόν, πού είναι ζωγράφος της πέννα:, ως τον χαρακτηρίζει ο Χατζηδάκης —γι' αυτόν πού είναι ό κατ' εξοχήν ψυχογράφος- συναισθηματογράφος— ό μόνος μετά τον Όμηρον αναπαραστήσας με κλασσικήν τελειότητα την Ελληνικήν φύσιν και ζωήν— ό ανυπέρβλητος και τέλειος χαρακτηριστής —ο Σολωμός του νεοελληνικού λόγου— ως τον αποκαλεί ο Χαρ. Παπαντωνίου, γι'αυτόν πού είναι ο μεγαλύτερος συγγραφεύς —το ισχυρότερο και σημαντικώτερο τάλαντο, πού δεν έχει ανώτερό του— ό μεγαλύτερος Ελλην διηγηματογράφος —ο κατ' εξοχήν εθνικός— ό μεταξύ των πρώτων —εις οιανδήποτε φιλολογίαν και αν ανήκε— όπως τον εκθειάζει ό Ξενόπουλος —ό άξιος αντίστοιχος του εθνικού μας ποιητή Σολωμού κατά τον Μελά, ό μεγαλύτερος νεοέλλην πεζογράφος κατά τον Βερίτη —ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων κατά τον Φουριώτη.
Ναι — το ομολογώ είναι τολμηρό-δύσκολο— και ζητώ την επιείκειά σας. Ή άνεκτικότης και η ευγένεια ή δική σας από τη μια —ή σεμνή μετριοφροσύνη του Παπαδιαμάντη— πού είναι γνώρισμα των αληθινά μεγάλων θα μου επιτρέψουν ν' ασχοληθώ πολύ λίγο —όσο επιτρέπουν τα λίγα αυτά λεπτά της ώρας— για τη μεγάλη προσωπικότητα και το έργο του. Το πανελλήνιο κύρος και ή πέραν της Ελλάδος φθάνουσα δόξα του, δεν θα μας κάμουν να διστάσωμε και να μην τον φέρουμε ανάμεσά μας απόψε και να μην τον άναπολήσωμε στα πενηντάχρονα από του θανάτου του.
"Ας πεταχτούμε πρώτα στο νοσταλγικό αγαπημένο του νησί, τη Σκιάθο.
Η Σκιάθος είναι ένα νησί με κόσμο ονειρεμένο, γλυκό, υποβλητικό, κλειστό στον εαυτό του και στη μοίρα του, γεμάτο γαλήνη, ποίησι, ομορφιά. Έχει κάτι το ήμερο και εξαϋλωμένο, το γλυκό, το ακριβό, το πολύ απλό μα και πολύ πλούσιο στην απλότητα του. Σύνθετο από πολλές ομορφιές και χρώματα, και αρώματα, και ποικιλίες, και γραμμές. Κάτι το μοναδικό, πού δεν το χορταίνει κανείς. Ή Σκιάθος δεν έχει κανένα μεγαλείο, κανένα ύψος. Κι' όμως σου επιβάλλεται, σε κρατά κοντά της, με την πολυσύνθετη ποικιλία των μορφών και των όγκων της, μα τα απαλά υψώματα, ρέματα, χαράδρες, με τα αμέτρητα λιμανάκια, τούς κόρφους, τα ακρωτήρια, τις σπηλιές, τα νησάκια, τούς άγριους γκρεμνούς, τις απαλές αμμουδιές, τα ρόδινα ακρογιάλια, τούς θεώρατους βράχους. Και με τα χρυσαφένια δαντελωτά και εναλλαγές της, με τις ελιές, βελανιδιές, πρίνους, λεύκες, πλατάνια, φτελιές, με τα γραφικά σπιτάκια, εξωκλήσια, μοναστήρια της, με τη στοιχειωμένη νεκρόπολη, τα κάστρα, μ' όλα αυτά σε γοητεύει, σε ζαλίζει.
Στο ποιητικό αυτό φυσικό περιβάλλον γεννήθηκε ό Παπαδιαμάντης στις 4 του Μάρτη του 1851, πού επέδρασε τόσο, ώστε να βγή αισθηματικός, άνθρωπος, ποιητικός στην ψυχή, ζωντανός στο πνεύμα και να ύμνήση τόσο την ελληνική φύσι.
Ο πατέρας του Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ιερεύς, από παλιά, ντόπια, ναυτική, πολύκλαδη οικογένεια, ανήκεν εις γένος λευιτικόν, ως αναφέρει ο γυιός του.
ΙΙαπάς με συναίσθησι της υψηλής αποστολής του, ευσυνείδητος, με υψηλό φρόνημα, με ψυχική ανωτερότητα, πρότυπο κληρικού, πάνοπλος προ παντός από αρετή, ακτινοβολεί στις ψυχές των συγχρόνων του και ιδίως στα παιδιά του και γι' αυτό με θαυμασμό και με καμάρι πλέκει το εγκώμιο του ό Παπαδιαμάντης, «στολισμένος με καθαράν άπαγγελίαν, απλούς, απέριττος τούς τρόπους, καθαρός και σεμνός εν τή περιβολή, προσέδιδεν αφελή μεγαλειότητα εις τας εκκλησιαστικός ακολουθίας, προσηνής, ελεήμων, αγαθός». Δεν είναι λοιπόν παράδοξον γιατί τον λάτρευαν οι ενορίται του, γιατί επέδρασε τόσο στο γυιό του, για τον οποίο ό πατέρας στάθηκε βράχος για τη μόρφωση του Αλέξανδρου του. Χωρίς την επιμονή και τις αιματηρές θυσίες του, δεν θα είχε σήμερα ή Ελλάδα τον μεγαλύτερο νεοέλληνα διηγηματογράφο της.
Ή μάννα του Γκιουλώ ή Αγγελική, κόρη του άρχοντα Αλέξανδρου Μωραΐτη ή Μωραϊτίδη, πού καταγόταν από τό Μυστρά, από παλιά μεγάλη αρχοντική οικογένεια. 'Απλή, ταπεινή, γεμάτη πίστι και αφοσίωσι προς το σπίτι της, σωστή Έστιάδα της τρυφερής οικογενειακής γαλήνης, στάθηκε για τον Παπαδιαμάντη πηγή ψυχικής ευαισθησίας, καλοσύνης, αφοσιώσεως, σιωπηλής αγάπης.
Η μάννα από τη μιά με τόσους επίσημους γραμματισμένους από την αρχοντική οικογένεια της, ο πατέρας από την άλλη, πνευματικός ηγέτης του νησιού, του εχάραξαν το δρόμο, τον ώθησαν προς τα γράμματα, αφού του έδοσαν και σχετικήν κληρονομικότητα.
Θα περίμενε κάνεις από το έξυπνο παπαδοπαίδι άλλη επίδοση στα μαθήματα, κατά την παιδική του ηλικία, κάτι περισσότερο από το γενικό χαρακτηρισμό «μέτριος». Ή καθυστέρηση αυτή είναι αποτέλεσμα της μανιακής ασχολίας του με τη ζωγραφική. Μπροστά της όλα τα περιφρονούσε, όλα τα άφηνε. Ώρες σκυμμένος στο σχέδιο, τον είχε συνεπάρει ό δαίμονας της τέχνης, το πάθος της αναπαράστασης, της μίμησης και της ηθοποιίας.
Φαίνεται πώς ήταν πολύ ζωηρός, πολύ ανυπόταχτος, δαιμονισμένος στην προεφηβική τού ηλικία. 'Ανέβαινε στις μυτερές πέτρες, στ' απόκρημνα, προξενώντας σωστό μαρτύριο στους ηλικιωμένους συνοδούς του. 'Αφήστε τον να μας διηγηθή μόνος -του κάτι από τα κατορθώματα του : « Οι πλείστοι έξ ημών άφατον εύρισκον τέρψιν, εις το να κρούωσι μανιωδώς τούς ραγισμένους κώδωνας των δυο ή τριών ναΐσκων, των σωζομένων ακόμη, εντός του φρουρίου, άμιλλώμενοι, τις να διαρρήξη απτούς, μίαν ώραν αρχίτερα, μεθ’ όλας τας διαμαρτυρίας του αγαθού ιερέως (του πατρός του) και το επισειόμενον μαστίγιον του κλητήρος της δημαρχίας ή του χωροφύλακος».
Άλλού πάλι μας λέει : «δραπετεύοντες από το σχολείον, εκολυμβούσαμεν διαρκώς οκτώ ή δέκα φοράς την ημέραν».
To ανήσυχο αυτό παιδί εύρισκε ευχαρίστησι στα πανηγύρια και στις γιορτές του νησιού του. Συνώδευε τον πατέρα του την αυγή ή το σούρουπο στα εξωκλήσια, τον βοηθούσε στην ψαλτική, στη λειτουργία. Δεν τον έμελαν οι αποστάσεις, δεν τον φόβιζαν οι κακοκαιρίες, έτρεχε με όλο το ψύχος και τα χιόνια.
Αφήνει το νησί για να σπουδάση, πάει στη Σκόπελο, στη Χαλκίδα, στον Πειραιά, στν Αθήνα, μα η μεγάλη φτώχεια του σπιτιού του, η φτώχεια πού μέχρι τέλους της ζωής θα τον ακολουθή, σαν αχώριστη κατάμαυρη σκιά, ή φτώχεια δαν τον αφήνει ν' ανασάνη, να συνέχιση τις σπουδές. Μαζί ή αγωνία του πατέρα του, πού έχει ν' αναθρέψη 6 παιδιά, και ν' αποκαταστήση 4 κορίτσια, ολα αυτά του κάνουν το μέλλον πολύ σκοτεινό και ακαθόριστο. Μαζί μα τόσα άλλα -ψυχικά τραύματα και πληγές, πού είχαν ανοίξει στην παιδική ψυχή του, οι ειρωνείες, ο κατατρεγμός, τα πειράγματα, οι ταπεινώσεις των ζηλοφθόνων συνομηλίκων, που τα σπίτια των είχαν λεφτά, μα όχι κι" αρχοντιά, έρχονται μ' αυτά και βαρείες αρρώστειες, για να τον κόψουν το δρόμο της προόδου. Το οικογενειακό, το κοινωνικό, το σχολικό περιβάλλον επιδρούν τόσο δυσμενώς, του δημιουργούν ένα σύμπλεγμα, μια ψυχική ανωμαλία, του ματώνουν τη λεπτή κι' ευγενική ψυχή, του καταδυναστεύουν τον εσωτερικό του κόσμο. Ακούστε τον πονεμένο νέο τι γράφει στον πατέρα του : «ή οικονομική ημών κατάστασις είναι υπέρ ποτε δυσάρεστος, δεν δύναμαι να πράξω άλλως ή να διακόψω τας σπουδάς μου και να εισέλθω εις τον πρακτικόν βίον».
«Δαν είναι απιεικές, ούτε συμβιβάζεται μα τας εμάς έξεις και ήθη και δειλίαν μου, το να ζητώ χρήματα από τον τυχόντα πατριώτην. Αρκετές εντροπές έφαγα εως τώρα» και αλλού γράφει : «Έκτος της ψυχής μου, ήτις εψυχράνθη αρκετά, και απηύδησε να υποφέρη αηδίας, εκτός του στομάχου μου, όστις, ως επί το πλείστον δεν καλοπερνά, εκτός της συνειδήσεως μου, ήτις γογγύζει κατ' εμού, ως τρέχοντος εις την άβυσσον, και συνεπιφέροντος και άλλους, έκτος πάντων τούτων, με κνίζει και το σώμα μου, το όποιον υπέφερεν εφέτος υπέρ ποτε, και όμως, ουδέποτε σχεδόν παρεπονέθην εις ουδένα. Συνήθισα να καταπίνω πολλά πράγματα.... Ή επιταθείσα άϋπνία μου μα αναγκάζει πολλάκις, ναι, δεν ερυθριώ, το λέγω, να μην πηγαίνω εις το σχολείον. Όλοι οι λόγοι ούτοι είναι, νομίζω, αρκετοί, διά να σας πείσουν να με αποσύρητε.... Εν ονόματι του Θεού, δεν δύναμαι πλέον».
Δραματικές, σπαρακτικές κραυγές ενός νέου, πού διψά μόρφωσι, μα βλέπει τα πάντα να γκρεμίζωνται, να χάνωνται μπροστά του.
Σ' όλα αυτά αλύγιστος ο παπάς του. Επιμένει, χρεώνεται, τον βοηθά μ' ολες τις αναιμικές δυνάμεις του. Θέλει το παιδί του να μορφωθή, γι’ αυτό στέλλει, μια ελάχιστα πάντα, πενιχρά. Κι ό Παπαδιαμάντης άγρυπνα, υποφέρει, κρυφολειώνει, έχει αϋπνίες, μια πνιγμονή, βραχνάδες απ' τη ζωή, μια πίκρα αγλύκαντη.
Αγωνίζεται απεγνωσμένα, παλαίει μ' όλο τον κόσμο και προ παντός μέ τον εαυτό του. Ό λεπτός, ευαίσθητος, παραγνωρισμένος στην πολυθόρυβη Αθήνα Παπαδιαμάντης, βρίσκει ξαλάφρωμα στο διάβασμα, στα γραψίματα. Ταυτόχρονα ζητά ιδιαίτερα μαθήματα, παραδόσεις. Δύσκολα τυχαίνουν και δυσκολώτερα βγαίνουν καλές, αποδοτικές. Έπειτα πρέπει να ανέχεται τα παράξενα, τις ιδιοτροπίες, την υποτίμησι, την αυθάδεια των παιδιών ή των γονιών τους, το κοίταγμα, την περιέργεια, τα ερωτήματα, την ειρωνεία των. Όλα αυτά τον σκοτώνουν καθημερινά, τον αφοπλίζουν ηθικά, τον κάνουν ναυαγισμένο.
Κι όμως σιγά σιγά μέσα από τόση περισυλλογή, μέσ' από τόση δοκιμασία, φτάνει, προσανατολίζεται, καταχτά την εκφραστική του περιοχή, πλησιάζει τον κόσμο της τέχνης, ανεβαίνει, βρίσκεται στο στάδιο της επιτυχίας, πού θα μπορούσε να το ζηλέψη οποιοσδήποτε της εποχής του.
Τελειοποιεί τα Γαλλικά, πού άρχισε από παιδί, έχει προχωρήσει στα Αγγλικά και Ιταλικά. Καταλαβαίνει πώς αυτά θα του δώσουν εφόδια, περιωπή. Το φιλόσπουδο και φιλέρευνο πνεύμα του ξαπλώνεται στις ξένες φιλολογίες. του αρέσει η ξαστεριά της Γαλλικής, η απλότης της Αγγλικής, η μουσικότης της Ιταλικής. Θέλει να γνωρίση τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό, ν' ανυψωθή. Μαθαίνει όχι για να επίδειξη, αλλά για να ικανοποιήση βαθύτερη πνευματική του ανάγκη.
Από τώρα έχει πάρει την απόφασι να ζήση με έντιμον πενίαν, λαθρόβιος, ανενόχλητος από θέσεις, δεσμά και αφεντικά, αδούλωτος από τις πολιτικές, από τις κομματικές επιρροές, από τα παυσίματα, από τις μεταθέσεις και τις ταπεινώσεις.
Ή εγγραφή του στη φιλολογία του δίνει φτερά, μέσα στην άχαρη και βασανισμένη ζωή του. Γράφτηκε σ' αυτή για να ικανοποιήση τα λογοτεχνικά του ιδανικά. Αγκαλιάζει τα κλασσικά κείμενα, τα μεγάλα πρότυπα της αρχαίας φιλολογίας, τον Όμηρο, τούς τραγικούς, τούς φιλοσόφους και τούς πατέρας και υμνωδούς της εκκλησίας, όλες τις ελληνο-χριστιανικές κορυφές και αιώνιες πηγές. Είναι πλασμένος για ερμηνευτής. Εμβαθύνει στα κείμενα, τα παίζει στα δάκτυλά του, βγάζει μέσα ατό το νεκρό γράμμα, τη ζωή, τη φωτιά. Εξοικειώνεται μαζί του διαβάζοντας ό,τι βρίσκει. Πλουτίζει την απέραντη, τόσο πρώιμα αποχτημένη ελληνομάθειά του, σκυμμένος στα λεξικά και στα κείμενα. Ή ανθρωπιστική μόρφωση, είναι γι' αυτόν πηγή ζωής, γεμίζει την ψυχή του. Ή προτίμηση αυτή αποτελεί μια νίκη μέσα του.
Θα περίμενε κανείς να έβλεπε τον Παπαδιαμάντη στο προαύλιο της Θεολογικής, φοιτητή της Θεολογίας, ύστερα μάλιστα από την τόση κλίση πού είχε στα εκκλησιαστικά και σαν παπαδοπαίδι πού ήταν και είχε τόση εξοικείωσι στα Θρησκευτικά, τόση γνώση, τόση βίωση. Τη θρησκεία όμως την ένοιωθε πολύ ανώτερα, πολύ διαφορετικά. «Μη πλανάσθε, το ράσον δεν κάνει τον μοναχόν, και το ιεροδιδασκαλείον δεν κάνει τον ιερέα. Πρέπει ο ιερεύς να έχη κλίσιν με ιώτα και προ πάντων κλήσιν με ήτα. Πρέπει να έχη πυρ μέσα του... Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων, υπάρχουσιν ακόμη, πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και τα χωρία. Είναι τύποι ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. "Ας μην έκφωνώσι λόγους- Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον, πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον. Οι παλαιοί ιερείς ήσαν αγράμματοι, αλλ' ήσαν απλοϊκοί και ενάρετοι». Ο Παπαδιαμάντης αν και είχε μεγάλη ευλάβεια, ζωντανή πίστι, θερμή αγάπη προς την 'Εκκλησία και την θρησκεία, δεν σκέφθηκε ποτέ να κλείση τη φλόγα της ψυχής του στο ράσο ή στο κελλί. Γιαυτό δεν έμεινε στο Αγ. Όρος πού επήγε.
Με τι όνειρα γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο. Το Πανεπιστήμιο όμως στα χρόνια αυτά έχει απογυμνωθή από κάθε ζωντανό στοιχείο. Ο Σχολαστικισμός, ο ψευδαττικισμός, κλείνουν το δρόμο της ζωής, απονεκρώνουν. Ο τρόπος πού δίνονται τα πτυχία, τα ρουσφέτια, η τόση κατάντια και διαφθορά, τον γεμίζουν αηδία, απέχθεια, του γκρεμίζουν τα όνειρα.
Στο Βιβλιοπωλείο του Κουσουλίνη περνά τις ώρες του κάνοντας παρέα μα τον καλό του φίλο, συσπουδαστή fatalβιοπαλαιστή, Εδώ βρίσκει βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, έντυπα ελληνικά, και ξένα, και εντρυφά σ' αυτά. Εδώ κάνει τις γνωριμίες του με τον Γαβριηλίδη, Τριανταφύλλου, Ρουμπαγιά κ α. Το Βιβλιοπωλείο αυτό είναι το ορμητήριο, το καταφύγιο, το σχολειό, η βιβλιοθήκη, το λίκνο, η βάσις για τον ηρωικό, τιτάνιο, βαθύτατο πνευματικό αγώνα του.
Μέσα στα χούνια αυτά γίνεται σοφός, τόσον, που τον θαυμάζουν όλοι. Μνημονικό τεράστιο, κριτική οξύτητα, ελληνομάθεια και γλωσσομάθεια καταπληκτική, πολύπλευρα ενδιαφέροντα, αρχές σταθερές, μόρφωσις εδραία, νους φιλοσοφικός, είναι σπάνια προσόντα, που αυτός τα έχει, γι' αυτό οι φιλόλογοι τον θαυμάζουν, τον τρέμουν.
Γ αυτομάθεια, η αυτοπαραγωγή, η αρετή, ο άθλος του τον έχουν λυτρώσει απ' τα ανθρώπινα και τα ταπεινά, και τον έχουν τοποθετήσει πάνω απ' τίς ανθρωπαρέσκειες απ' τις ματαιοδοξίες και μικρότητες των σπουδασμένων. Ό φτωχός φοιτητής, καταβροχθίζει απνευστί, ρήτορας, ιστορικούς, ποιητάς, εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Αγωνίζεται να οπλιστή με σοφία, να κερδίση σύρριζα τη γνώση, ν' ανασάνη στη λογοτεχνική δημιουργία, και μέ μόχθο Ηράκλειο,oιστρηλατημένος από πραγματικούς πόθους ψυχής, προικισμένος με πολύτιμα χαρίσματα, ανεβαίνει μόνος του, στις κορφές, στα υψώματα
Κι' όταν τα φοιτητάρια τρέχουν στον Φιντικλή, όχ ι για γνώσεις, αλλά για να μην πάρουν απουσία, αυτός φοιτητής, και θα μείνη για πάντα φοιτητής, είναι σε θέση ν' απαγγέλλει ολόκληρες δημηγορίες του ιστορικού, είναι ικανός, να κατασκευάση πολλάς δωδεκάδας διδακτόρων.
Στον γίγαντα της γνώσεως, σοφίας και τέχνης δίδεται ή ευκαιρία με τη σύσταση τον Γαβριηλίδη, στο Νεολόγο της Πόλης, να δώση το πρώτο και πρωτότυπο έργο του πού επιγράφεται «ή Μετανάστις» και να παρουσιαστή στον πνευματικό ορίζοντα της Ελλάδος, ως αληθινός δημιουργός.
Η δημοσίευσις του έργου του, του δίνει θάρρος, τον γεμίζει κρυφή ικανοποίησι, τον τονώνει στην πνευματική του προσπάθεια. Ελπίδες απόκρυφες, κάποια όνειρα, γελούν παράμερα στο βάθος, και τον δένουν περισσότερο με τον κόσμο του πνεύματος και της τέχνης. Από δώ και υστέρα παραδίδεται ολόψυχα στη δημοσιογραφία, γίνεται ιερομύστης και ιεροψάλτης της τέχνης και του λόγου, ακάθεκτος ορμά, ξεχύνεται σαν ποταμός και «άγνωστος εις τον φιλολογικών κόσμον δύναμις», ως γράφει ο  Γαβριηλίδης.
Ό περιζήτητες μεταφραστής, εφημερίδων και περιοδικών κάθεται μέν σ' ένα τραπεζάκι, σε κάποια απόμερη γωνιά, μα το όνομά του έχει γραφεί ανάμεσα στα μεγαλύτερα δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά ονόματα. Ό Βλάσης Γαβριηλίδης ξετρελλαμένος, γράφει τα κολακευτικότερα σημειώματα για «τη Γυφτοπούλα» πού δημοσιευόταν στην «Ακρόπολη» του.
Ό Παπαδιαμάντης, έχει πια επιβληθεί, έχει γίνει γνωστότατος στους φιλολογικούς κύκλους, ως λόγιος. Ό Παπαδιαμάντης παραβάλλεται με τον Πόε, Ντίκενς, Ζολά κ. ά. Τα έργα του ανάρπαστα, μεταφράζονται. σε ξένες γλώσσες. Τις επιτυχίες του, τις ζηλεύει κάθε λογοτέχνης. Τυλίγεται σ' ένα περίεργο, μυστηριακό, αξεδιάλυτο θρύλο. Η αφάνειά του, το παράξενο ψευδώνυμο του (Μποέμ), η ζωή του η απόκοσμη, οι τρόποι και το παρουσιαστικό του, γίνονται αφορμή του θρύλου του, που παίρνει διαστάσεις και παραλλαγές, από στόμα σε στόμα. Συζητούν, αποθαυμάζουν, κριτικάρουν, στους φιλολογικούς κύκλους, στα καφενεία, στα γραφεία, στα σαλόνια. Παντού μιλούν για την πρωτοτυπία, τη δύναμη, την τέχνη, τη σοφία του.
Τόσος θόρυβος γύρω από αυτόν, κι' αυτός ;....
Κάθε βράδυ στο απόμερο μπακάλικο του Βασίλη του Καχριμάνη ή στην Σαντορινιά ταβέρνα του Καλαμιώτη μέ τούς φιλακόλουθους, συντηρητικούς, ζηλωτάς της Βυζαντινής μουσικής, φτωχούς, ταπεινούς συμπονετικούς αδελφούς, συζητά, κουτσοπίνει, σπάνια τραγουδεί, κρατώντας πάντα την αξιοπρέπεια και νηφαλιότητα του, μα προ παντός ψάλλει, ψάλλει τροπάρια, ανοιξαντάρια, ύμνους και γίνετ' η ταβέρνα εκκλησιά.
Κάθε Σαββατόβραδο και στις μεγάλες γιορτές, δεν βλέπει την ώρα να πετάξη τα χαρτιά, και σαν τρελλός να τρέξη ιερά εκεί στο φτωχικό εκκλησάκι του Αγ. Έλισσαίου, κοντά στο Μοναστηράκι.
Μέσα στους απέριττους ναΐσκους, πού θυμίζουν εξωκλήσια του νησιού του με τον ομοϊδεάτη εξάδελφο του Μωραϊτίδη, με τους απλοϊκούς άδολους ανθρώπους του λαού, ξημερώνεται σ' ολονύκτιες ακολουθίες, στις οποίες προεξάρχει πάντα αυτός στην ψαλτική, χωρίς νάχη μάθει ούτε μιά νότα μουσική. Είναι μουσικό φαινόμενο, όπως λένε αυτόπται και αυτήκοοι μορφωμένοι μάρτυρες, σαν τον Μελά κ. ά.
Το ύφος του είναι ύφος προσωπικό. Ύφος λιτό, αυστηρό, μετάρσιο, λυρικό. Τό ψάλσιμό του συγκινεί, ενθουσιάζει, μεταφέρει σε ουράνιους κόσμους, σκλαβώνει, όπως σκλαβώνει και το έργο του, με την ασύλληπτη εσωτική μουσικότητά του.
Δεν έχει φωνή αρκετή, δίνει όμως ζωήν, πάθος, έκστασιν, όχι μόνον με την πτωχήν του φωνήν, αλλά και με την πτωχήν του φυσιογνωμίαν. Εκεί μέσα στο ταπεινό, πτωχό εκκλησάκι, γίνονται όλα ήμερα, ταπεινά, ευσεβή. Μέσα στο ημίφως, μεγενθύνεται κάθε στιγμή ο Παπαδιαμάντης, ψηλώνει, ψηλώνει, διασχίζει τον ουρανό, φθάνει μπροστά στο Θεό, ενώπιος ενωπίω, και σέρνει μαζί του τούς πιστούς και κάνει τους λογίους, ανθρώπους του πνεύματος, που τον κρυφακούουν, να γίνωνται εκστατικοί, να μεταρσιώνωνται, από την υποβλητική ατμόσφαιρα, που δημιουργεί ό λόγιος κοσμοκαλόγερος.
Δεν ειν’ εύκολο, όταν κανείς δεν νοιώθη μέσα του ο ίδιος, το θάλπος, τη γλυκύτητα αυτή, πού δίνει μόνο η προσωπική επαφή προς το Χριστιανισμό, να καταλάβη σε πολλά σημεία, την συνειδητή θρησκευτική φυσιογνωμία του Παπαδιαμάντη.
Ό Γολγοθάς παρά ταύτα συνεχίζεται, με τα πολλά και διάφορα της ζωής του. Τον ανεβαίνει ματωμένος, μα τον στεφανώνει η Δόξα.
Ή δόξα, γιατί έδωσε στην Ελλάδα το μυθιστόρημα, το λόγο της εθνικής ανόδου προς την ωριμότητα, σκληρά δουλεύοντας τόσα χρόνια, και ένα μεγάλο διήγημα, παρμένο απ' τα ηρωϊκά χρόνια της Κλεφτουριάς «Χρ. Μηλιόνης». Κι' έτσι ο Παπαδιαμάντης πρωτολάτης στους σύγχρονους του, δίδει στην Ελλάδα το μυθιστόρημα, το διήγημα, την εικόνα, τις μορφές και την ψυχή της εθνικής ζωής. Είναι δακτυλοδεικτούμενος. Όνομα που βρίσκεται κάθε μέρα στα στόματα του κόσμου, στις στήλες του τύπου, όνομα που όσο το έργο του σκορπιέται και χάνεται από την επικαιρότητα, τόσο αγαπιέται, θαυμάζεται, αναζητιέται και ντύνεται την αίγλη του θρύλου, ο θρήσκος, ο σοφός, ο μάγος.
Με το μπαστούνι κάτω απ' τη μασχάλη, με τα δάκτυλα τσουρουφλισμένα από τα τσιγάρα, με παραμελημένη τελείως την εξωτερική του εμφάνισι, πράγμα πού κατά τον Μταλζάκ σημαίνει μεγάλη εσωτερική απασχόληση, αναβαίνει στη Δεξαμενή, που κάθεται τώρα. Μα ούτε κει τον αφίνουν ήσυχο. Τρέχουν πάντα, μα προ πάντων τις παραμονές των Χριστουγέννων, του νέου έτους, για να πάρουν από την αστείρευτη πνευματική δεξαμενή του, νερό δροσερό, καθάριο, για να δημοσιεύσουν στις εφημερίδες και στα περιοδικά. Μπορούσε να εκμεταλλευθή και με το δίκηο του, γιατί οι πόροι του είναι μικροί και η πνευματική εργασία δεν αμείβεται όπως πρέπει, μα δεν γίνηκε ποτέ έμπορος της τέχνης, γιαυτό στερείται, πεινά, υποφέρει. «Η προσφορά του ήταν καθαρά χριστιανική, ποτέ δεν είχε διεκδικήσεις, ποτέ δεν είχε επαγγελματικές αξιώσεις, και τα ψίχουλα πούφταναν στα χέρια τoυ από τη δουλειά του, τα μοιραζότανε πολλές φορές με τους ανθρώπους του λαού, που τον ανάπαυε ή συντροφιά τους, γι αυτούς άλλως τε ήταν και τα γραψίματα των άγιων ημερών, έτσι μας βεβαιώνει ή αυθεντία ενός Μελά.
Ό δράκος λυγίζει πια, στον σκληρόν αγώνα της ζωής. Ή βασιλική δρυς κλονίζεται, γιατί καμμιά ακτίνα δε φαίνεται από πουθενά.
Η πολιτεία, τα ιδρύματα αδιαφορούν, αγνοούν, περιφρονούν άστοργα, εγκληματικά, τους οικοδόμους του πνευματικού μεγαλείου και πολιτισμού μας. Μιά δόξα της λογοτεχνίας, αναγνωρισμένη, κατακυρωμένη πανελλήνια, παλεύει καθημερινώς μέσα στην αθλιότητα, για το ξεροκόμματο, και δεν βρίσκεται κανείς να του το εξασφάλιση, παρά την εντατική εργασία που μαζί με άλλα του υπέσκαψε την υγεία, τη ζωή του. Ο άγιος άνθρωπος, ο αγνός τεχνίτης, σπαράζει μέσα στη στέρησι και λειώνει από τη φτώχεια, μα ποτέ δεν απλώνει ζητιάνικο χέρι κι' ας είναι στην κατάντια αυτή.
Επί τέλους η Αθήνα ξυπνά και διοργανώνει στην 25)ετηρίδα του γιορτές για το θρυλικό συγγραφέα. Είναι Φεβρουάριος του 1908 και υπό την υψηλή προστασία της πριγκήπισσας Μαρίας Βοναπάρτη, ό,τι εκλεκτό έχει ή πρωτεύουσα της Ελλάδος, μαζεύεται για να τίμηση τον κορυφαίο λογοτέχνη.
Οι επίσημοι καταλαβαίνουν τίς θέσεις των στη μεγάλη αίθουσα του Παρνασσού, για να δουν, να χειροκροτήσουν το μεγαλύτερο ταλέντο της εποχής των. Η ώρα περνά, η γιορτή αρχίζει, ο κόσμος, που ασφυκτικά έχει κατακλύσει τον Παρνασσό, ανυπομονεί, περιμένοντας, από στιγμή σε στιγμή, να τον αντικρύση, κι' είναι έτοιμος να ξεσπάση σε ιαχές και χειροκροτήματα. Ή πριγκήπισσα που του έχει στείλει ιδιαίτερη πρόσκλησι, περιμένει να τον υποδεχτή. Γενικός ο συναγερμός, γενική η προσμονή. Μα χάθηκε από το πρόσωπο της γης ό Παπαδιαμάντης. Έγινε άφαντος, δεν μπορούν να τον βρούν. Πού είναι ; Παίζει μ’ ένα παιδί στο φτωχόσπιτο κάποιου Μπούκη, ήσυχα, ατάραχος σαν να μη γινόταν τίποτε γύρω του. Γιατί ήταν ανώτερος άνθρωπος, άνθρωπος πού λατρεύει σιωπηλά την τέχνη του και τρέμει μην ταράξη ο όχλος την μυσταγωγία του. Ο Παπαδιαμάντης έχει πια εξαϋλωθη, βρίσκεται σε υπεργήϊνους κόσμους του μεταφυσικού του έρωτα. Η ψυχή του φτερουγίζει στις κορυφές και στα ψηλώματα της ασίγαστης καλλιτεχνικής του λαχτάρας. Γίνεται ένα με τους ταπεινούς και βασανισμένους ανθρώπους του νησιού του, στο οποίο ξαναγυρίζει ο μεγάλος νοσταλγός. Αγκαλιάζει τις βαθύτερες αξίες της Θρησκευτικής και Εθνικής Παράδοσης, και ακροάζεται μέσα από τις πηγές, τους γνήσιους ελληνικούς ρυθμούς, τ' αστείρευτο τραγούδι της ομορφιάς και της πίστης.
Στις 2 προς 3 Ιανουαρίου του 1911 βαδίζει πρός τον μεγάλο δρόμο της ζωής. Λίγε; ώρες του μένουν. 'Ατάραχος, αδιάφορος και μέ συγκαταβατικό χ ·μόγελο ακούει την παρασημοφορία του με το «Σταυρό του Σωτήρος». Κάπως παρηγορητικό τώρα πιά, ψιθύρισε.
Μ' αυτό το «τώρα πια» τί θέλει να πή ; και πώς το λέει ;
Το καταλαβαίνουμε.... Ανάψτε ενα κερί, φέρτε μου ένα θρησκευτικό βιβλίο, αφήστε το βιβλίο, απόψε θα ειπώ όσα ενθυμούμαι απ έξω "Ήρχισε ψάλλων «την χείρα Σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου» (δοξαστικό των Θεοφανείων). 'Έχει κοινωνήσει λίγες ώρες πριν. Κλείνει τα μάτια και παραδίδει στο Θείο την ψυχή, την ψυχή πού άφησε τ’ άθλια κουρέλια της, πού ήρθε να παρασημοφορήσει ή άστοργη πολιτεία την τελευταία στιγμή, και φτερούγισε στην παντοτεινή πατρίδα της, στους δικούς της κόσμους, ο μεγαλύτερος οραματιστής των φωτεινών άυλων.
Πεθαίνοντας αφήνει στο Έθνος πνευματικά επιτεύγματα πρωτότυπα, άφθονα, άφθαστα, αθάνατα, ανυπέρβλητα αριστουργήματα.
Μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, τι μπορεί να πή κανείς για ένα τέτοιο κολοσσό του πνεύματος ή για έργα σαν τη Φόνισσα, Ονειρο στο κύμα κλπ:, πού είναι «από τα ολίγα της παγκοσμίου φιλολογίας» κατά τον Νιρβάνα, πού είναι «τραγωδία μεγάλοπρεπεστάτη» κατά τον" Ξενόπουλο ή σαν το έργο του το «Μοιρολόι της φώκιας» που είναι «το αριστούργημα της παγκοσμίου λογοτεχνίας» κατά τον Ζάν Μορεάς. Τι να πούμε για το «στην "Αγια Άναστασα» ή για τον «Λαμπριάτικο ψάλτη» ή για τα άλλα από τα '81 διηγήματά του και για ποια, στα περισσότερα των οποίων ζωντανά παρουσιάζει τα ελληνικά ήθη και έθιμα.
Τι για τις μεταφράσεις του, πού είναι λογοτεχνήματα ή τι για τα ποιήματα, ύμνους, ακολουθίες του ; Τι για την ηθογραφία και ύφος τους (μοναδικά). Πρέπει να ασχοληθούμε άλλοτε, αφού τώρα πήραμε μια γενική Ιδέα για την προσωπικότητά του.
Γεγονός είναι ότι φεύγοντας από την σκηνήν του κόσμου τούτου ό συγγραφεύς της «Φόνισσας», άφησε πίσω του το θρύλο της ζωής του και του έργου του, πού συνεχίζεται και σήμερα. Για πολλά χρόνια οι φιλολογικές γενεές θα αντικρύζουν τον Παπαδιαμάντη σαν μετέωρο. Η βιβλιογραφία γύρω στή ζωή και το έργο του είναι τεράστια και ξαφνιάζει με την έκτασι και ποικιλία της. Αποτελείται δε από δημοσιεύματα ευκαιρίας, αγγελίες, περιγραφές, χρονικά, σχόλια, γνωμολογήματα, ποιήματα, περιγραφές, ανέκδοτα, πληροφορίες, θυμήματα, νεκρολογίες.
Σε όλα αυτά υπάρχει ζήλος, θαυμασμός, προσπάθεια, κατανόησις, πολύς, υποκειμενισμός.
- Το έργο του εξακολουθεί να έχη μεγάλη απήχησι στο πλατύ κοινό, αναγνωρίζεται μ' ανεπιφύλακτο θαυμασμό.


Είναι ό μόνος πού διαβάζεται σήμερα και θα διαβάζεται από τους μεταγενεστέρους. Η γοητεία του Παπαδιαμάντη είναι η ποίησις, ο λυρισμός, που αυθόρμητα αναβρύζει από την ψυχή του και δροσίζει κάθε τόσο την πεζότητα και τη μιζέρια της καθημερινής ζωής. Ποιος τόλμησε να μιμηθή ή να προβάλη για πρότυπο του το μοναδικό ύφος του Παπαδιαμάντη;  ερωτά ό Γ. Καλαματιανός.
Ό απεριόριστος θαυμασμός, η δημοφιλία του, που έφτασε να ξεγράψη ή να υποβιβαζη κάθε άλλη σύγχρονη του αξία στη λογοτεχνία, εγέννησε την αντίδρασι στη λογοτεχνική κριτική, πού υποδεχόταν το έργο του με συνωμοσίαν αντιζήλων και νεωτεριστών.
Είναι φυσικό στις κατάφορτες ψηλές καρυδιές να πετούν τα παιδιά πέτρες. Μα οι μύωπες μικράνθρωποι, που υπάρχουν πάντα, σαν τα φθινοπωρινά φύλλα ή σαν σκουπίδια, πού τα σέρνει ό άνεμος, στριφογυρίζουν γύρω από toβάθρο της ασάλευτης μορφή; του.
Ούτε ένας ούτε δυο είναι οι θαυμιασταί του : 0 Βαλέτας Γ. με τη βραβευθείσα από την Ακαδημία Αθηνών εργασία του, ό Μερλιέ Οκτάβιο με τη μεγάλη και θαυμαστή μελέτη του, πού είναι από τούς πρώτους θιασώτας του και ακολουθεί σύσσωμος σχεδόν ό πνευματικός κόσμος της Ελλάδος με πλείστους άλλους ξένους, ποτ θαυμάζουν τον άνδρα και ο καθένας από την ατέλειωτη χορεία των μεγάλων αμιλλάται πώς να τον ονομάση, πώς να τον παρομοιάση, πώς να τον ερμηνεύση. 600 έφθασαν πέρυσι οι βιβλιογραφικές μνείες. Οι ανατυπώσεις των πολύτομων απάντων του γίνονται ανάρπαστες, σε κάθε νέα έκδοση κι' είναι περιζήτητες, πανάκριβες. Το έργο του διαρκώς ανανεώνεται στην εκτίμησί μας, και βρίσκει στοργικούς ερμηνευτάς και μελετητάς. Απεριόριστη είναι η δημοφιλία του.
Όλο και εντείνεται γύρω από την προσωπικότητα και το έργο του η κίνησι, και παίρνει μεγαλύτερη έκταση, με το πέρασμα του χρόνου. Κι ένα γεγονός καθημερινά επιβεβαιούται, ότι, από οποιεσδήποτε κριτικές οι ερευνηταί κι' αν ξεκινούνε, και μ' οποιοδήποτε πρίσμα κι αν τον μελετούν, όλες συναντώνται σ' ένα σημείο και εέ μια τάση, στο να υψώνουν ολοένα και περισσότερο τη θέση του μέσα στην νεοελληνική λογοτεχνία.
Το έργο του Σκιαθίτη αποτελεί κεφάλαιο για την πνευματική κληρονομιά του τόπου. Πού όμως οφείλεται αυτό ; Μίλησαν πολλοί, και είπαν πολλά. Όλα όμως αυτά βέβαια, κάτι θέλουν να πουΰν, μα δεν είναιηή εξήγηση που θα ικανοποίηση. Πρέπει ν' ανατρέξει κανείς πιο πέρα, πιο βαθειά. Δεν ζουν δεν αντέχουν παρά μόνο τα έργα, πού έχουν πραγματική ζωή μέσα τους. Έργα συνταυτισμένα με τις αιώνιες, ακατάλυτες αλήθειες, κατέχουν πάντα το σπέρμα της διαρκείας. Υψώνονται πάνω από το χρόνο και τη φθορά. Ξεπερνούν τα σύνορα της γενιάς και της εποχής, που πρωτοφανερώθηκαν. Και τέτοιο είναι το έργο του Παπαδιαμάντη. Εργο ταυτισμένο με την αλήθεια. Εργο πού δεν ενόμισε προσόν την παραγνώριση της χριστιανικής πραγματικότητος.
Ο δημιουργός του έσκυψε με στοργή πάνω απ' την ψυχή του λαού μιας, τη μεγάλη ψυχή, πού αισθάνεται και σκέπτεται γνήσια και καθαρά, γιατί βρίσκεται πιό κοντά στις διαυγείς πηγές της. Είδε την ψυχή αυτή με τη θρησκευτικότητά της, με την πίστη της, την πίστη που ενέπνευσε ένα Μπάχ, ένα Μπετόβεν, ένα Χαίντελ και τόσους άλλους και τον Παπαδιαμάντη, για να συνθέσουν αθάνατα έργα, πίστη, πού θαυματούργησε και θαυματουργεί σε κάθε μεγάλη στιγμή ανθρώπου ή έθνους, και τραβά τα έκπληκτα βλέμματα του κόσμου. Ο Παπαδιαμάντης έτσι την είδε την ελληνική ψυχή και την ένοιωσε, την ένοιωσε βαθειά, γιατί και η δική του ψυχή ήταν αδελφή της.
Κι' είχε την πίστη την άδολη, την αγνή, τη δημιουργική, πού καταυγάζει το πνεύμα, φτερώνει την ψυχή, άγνίζει τη συνείδησι, δίνει νόημα στην ύπαρξι. Κι' ένα μεγάλο κομμάτι από την πίστη αυτή έχει μεταγγίσει και μέσα στο έργο του.
Εάν αμφιβάλλετε, θυμηθήτε τα λόγια του : «Έν όσο ζώ και άναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν. Και να ζωγραφώ μετά στοργής τα ελληνικά ήθη. Έάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη ή δεξιά μου, κολληθείη ή γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ».


Νικόλαος Αρβανίτης (1913-1979)



[1] Σημ. — Η διάλεξις αύτη έγινε στην αίθουσα του Λυκείου "Ελληνίδων Σύρου την 2—2—1961 ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου, στα πενηντάχρονα από του θανάτου του μεγάλου διηγηματογράφου μας Παπαδιαμάντη.


http://kallistorwntas.blogspot.gr/2014/03/blog-post_19.html#.UyqtuTeis0g.twitter


Σημείωμα

Αυτό το μελέτημα του πατέρα μου το ανακάλυψα πρόσφατα.  Ο Παπαδιαμάντης παραμένει κλασικός και οι αναφορές του μελετήματος σχετικά με την ζωή και την προσωπικότητα του μεγάλου μας συγγραφέα δεν έχουν χάσει την αξία τους.
Κατά τη μετεγγραφή από το πολυτονικό διατήρησα την σωστή ορθογραφία εκείνης της εποχής
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

http://mariasot.blogspot.gr/2014/03/blog-post_19.html